-
1 ничуть
ничуть καθόλου, ούτε μια στάλα· я \ничуть не устал καθόλου δεν κουράστηκα* * *καθόλου, ούτε μια στάλαя ничу́ть не уста́л — καθόλου δεν κουράστηκα
См. также в других словарях:
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek